7 Δεκ 2011

Το κατενάτσιο του πολιτικού συστήματος

Iσως θα ’χετε ακούσει ότι μέσα στον Δεκέμβριο έρχεται στη Βουλή ένα καινούργιο νομοσχέδιο που θα ρυθμίζει την απελευθέρωση της κρουαζιέρας. Και θα παραξενευτήκατε. Γιατί και πέρυσι ψηφίζαμε την άρση του καμποτάζ. Μόνο που δεν ανοίξαμε αυτή την τουριστική αγορά, αλλά τη μισανοίξαμε. Οι μελέτες και οι στατιστικές που ερευνούν την αγορά της Μεσογείου και τις ανταγωνιστικές χώρες Ιταλία και Ισπανία, μας λένε ότι με την περήφανη πολιτική μας χάνουμε κάτι δισεκατομμύρια και μερικές δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας. Όμως εμείς κλείνουμε τα λιμάνια και απαγορεύουμε στον υπόλοιπο πλανήτη να ’ρθει στα μέρη μας, αν δεν δεχτεί τους όρους μας. Και επειδή ο πλανήτης δεν υπακούει, τον τιμωρούμε κάθε καλοκαίρι με την αυτοκαταστροφή μας. Τώρα θα δοκιμάσουμε μία ακόμη φορά. Έχουμε χάσει ήδη δύο καλοκαίρια, θα χάσουμε και το επόμενο, ελπίζοντας ότι στο τέταρτο καλοκαίρι, το 2013, θα αρχίσουμε να βλέπουμε τα οφέλη αυτής της αλλαγής.

Αν πολλαπλασιάσεις το παράδειγμα της κρουαζιέρας με τους δεκάδες αγκυλωμένους, γεμάτους αναχρονιστικές ρυθμίσεις τομείς της ελληνικής οικονομίας, καταλαβαίνεις πού βρίσκεται το πρόβλημα. Τα συμφέροντα οργανωμένων ομάδων υπονομεύουν και αποτρέπουν κάθε διαρθρωτική αλλαγή που έχει ανάγκη η χώρα.
Τώρα βρισκόμαστε σε ένα νεκρό σημείο, σε μια κατάσταση αδιέξοδη που δεν μπορεί να συνεχιστεί. Σ’ αυτό το γεγονός οφείλεται το γενικευμένο vertigo που έχει ζαλίσει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Μέχρι τώρα, δύο ολόκληρα χρόνια, το πολιτικό σύστημα έπαιζε κατενάτσιο. Προσπαθούσε να καθυστερήσει και να αποφύγει τις μεταρρυθμίσεις. Και τις αντικαθιστούσε με οριζόντια μέτρα, μειώσεις μισθών και νέους φόρους για να περιορίσει τα δημόσια ελλείμματα.
Είχαν εφεύρει την πατέντα του «ισοδύναμου», για κάθε διαρθρωτική αλλαγή της οικονομίας που απέφευγαν εφάρμοζαν ένα ακόμα μέτρο, υποσχόμενοι στην τρόικα ότι θα φέρει ισοδύναμα έσοδα. Η πολιτική αυτή κέρδισε χρόνο γι’ αυτούς, για να μην πειράξουν το μαγαζάκι τους, μεγάλωσε όμως την ύφεση. Έτσι κι αλλιώς, η πολιτική της υπερφορολόγησης και της μεταφοράς των βαρών πάλι στους ίδιους δεν μπορεί πια να εφαρμοστεί. Όχι γιατί είναι άδικη, ποτέ δεν τους εμπόδισε αυτό. Ούτε για το υποτιθέμενο πολιτικό κόστος. Δεν τους ενοχλεί ποτέ το πολιτικό κόστος 907.000 ανέργων, υπολογίζουν μόνο την αντίδραση οργανωμένων επαγγελματικών ομάδων που χάνουν προνόμια. Η πολιτική αυτή μας τελείωσε γιατί ξεπέρασε τα όριά της, η ελληνική κοινωνία δεν έχει πια άλλα περιθώρια υπερφορολόγησης και καινούργια μέτρα που μπαίνουν, τα έσοδα λιγοστεύουν αντί να αυξάνουν.
Έτσι πια, δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά μόνο οι επίπονες και δύσκολες αλλαγές. Αυτές που θίγουν τις δομές του συστήματος εξουσίας. Χωρίς αυτές το μέλλον είναι προδιαγεγραμμένο, είναι η πτώχευση και η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως αυτές τις αλλαγές, δεν υπάρχει ο πολιτικός φορέας που θα τις πραγματοποιήσει.

Επειδή είμαστε και πάλι σ’ αυτή την κρίσιμη καμπή, τις τελευταίες μέρες έχει αρχίσει ξανά η περσινή συζήτηση περί μνημονίου. Αν ήταν σωστό, αν βγαίναν τα νούμερα κι αν απέτυχε. Λες και είναι καμιά συνταγή για γλυκό που έπεσαν περισσότερες κουταλιές ζάχαρη, και όχι μια δυναμική αλληλοεπηρεαζόμενη προσπάθεια ολόκληρης της κοινωνίας που προχωράει, δοκιμάζει, κάνει λάθη, διορθώνει, αποτυγχάνει, πέφτει, ξανασηκώνεται, προχωράει. Δεν αμφιβάλλω ότι ανάμεσα στους κήρυκες της «αποτυχίας του μνημονίου» υπάρχουν και καλοπροαίρετοι άνθρωποι που λένε, αφού είναι ακόμα μαύρα τα πράγματα, πέτυχε; Δεν πέτυχε. Άνθρωποι που εντοπίζουν τις αστοχίες των Ευρωπαίων εταίρων μας. Γιατί φυσικά η Ευρωπαϊκή Ένωση λάθη έκανε πολλά. Όχι βέβαια αυτά που την κατηγορούν συνήθως.
Το κυριότερο ήταν ότι παραγνώρισε με τι πολιτικό σύστημα είχε να κάνει. Ότι νόμισε πως το πρόβλημα ήταν ένα πρόβλημα χρέους και όχι χρεοκοπημένου συστήματος και διαλυμένης δημόσιας διοίκησης. Οι περισσότεροι όμως από αυτούς τους κατήγορους του μνημονίου κρύβουν την υπεράσπιση του χρεοκοπημένου συστήματος εξουσίας, κρύβουν την αδιάλλακτη εναντίωσή τους σε κάθε αλλαγή που θα το αμφισβητήσει. Είναι αυτοί που κάθε μέρα στη Βουλή, στις εφημερίδες και στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων προπαγάνδιζαν την «καταστροφή» που συνεπάγεται το μνημόνιο και ταυτοχρόνως κατηγορούσαν την κυβέρνηση γιατί δεν το εφαρμόζει και καθυστερεί.
Προχθές διάβασα σε μια μεγάλη εφημερίδα την εξής καταπληκτική φράση: «Ευτυχώς που η Ελλάδα δεν έχει Εθνικό Κτηματολόγιο, γιατί έτσι η περιουσία της δεν θα γίνει εύκολη λεία σε όσους την ορέγονται». Α, γεια σου. Τώρα αρχίζουμε να συνεννοούμαστε και να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Τα κτηματολόγια και οι χωροταξίες είναι διαβολικά πράματα, ευρωπαϊκά, επικίνδυνα. Τη δημόσια γη θα την κλέβουμε μόνοι μας, στα Βατοπέδια.
Η επαναφορά της συζήτησης για τα μνημόνια προσπαθεί άλλη μια φορά να κρύψει το πραγματικό δίλημμα, καμουφλάρει με λαϊκές κορόνες το συντηρητικό λόγο που αντιστρατεύεται κάθε αλλαγή. Μια φορά σε μια συνέντευξη τύπου η Μέρκελ, αυτή η «ανάλγητη φράου», είπε: «Τους φταίει η οικονομική κρίση που δεν έχουν φτιάξει ακόμα εθνικό κτηματολόγιο; Τους φταίει το μνημόνιο που δεν μαζεύει το κράτος τους φόρους; Τους φταίει η τρόικα που έχουν ακόμα κλειστά επαγγέλματα, λες κι είναι στον Μεσαίωνα;». Πολλοί καλοί άνθρωποι όλο αυτό τον καιρό μάς λένε σε όλους τους τόνους πόσο εθνικά ταπεινωμένοι νιώθουν από τις παρεμβάσεις των ξένων στις δικές μας υποθέσεις. Αν υπάρχει κάποιος λόγος να ντρεπόμαστε, όμως, είναι αυτή ακριβώς η φράση της Μέρκελ. Τώρα μετά από 2 χρόνια και στο χείλος του γκρεμού, θα ’ταν χρήσιμο να πάψουμε πια όλοι να κρυβόμαστε πίσω απ’ τα μνημόνια. Να τα ξεχάσουμε για λίγο, να κάνουμε ότι δεν υπάρχουν. Και να πουν όλοι, αφού όπου να ’ναι μπαίνουμε και σε προεκλογική περίοδο, εμείς τι λέμε, για κάθε ζήτημα, για κάθε πρόβλημα, για κάθε διαρθρωτική αλλαγή. Έτσι για αλλαγή, για να πέσουν οι μάσκες. Και τότε θα φανεί το πραγματικό δίλημμα: Ή θα κάνουμε μεταρρυθμίσεις μέσα στην Ευρωζώνη, τώρα, σήμερα, ή δεν θα κάνουμε, θα τα μαζέψουμε και θα φύγουμε για τη χώρα της περήφανης τριτοκοσμικής φτώχειας.